τροφοδοτικός

τροφοδοτικός
-ή, -ό
που έχει σχέση με τον τροφοδότη ή την τροφοδοσία: Τροφοδοτικός διαγωνισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τροφοδοτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροφοδότη και στην τροφοδοσία ή στην τροφοδότηση 2. φρ. «τροφοδοτικό σύστημα» (ηλεκτρ.) σύστημα που εξασφαλίζει την τροφοδοσία μιας ηλεκτρικής ή ηλεκτρονικής διάταξης με ηλεκτρική ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”